«Όχι απλή, αλλά μοναδική δυνατή επιλογή», χαρακτηρίζει το ρωσικό Υπουργείο Εξωτερικών την απόφαση αναγνώρισης της ανεξαρτησίας των αυτοαποκαλούμενων Λαϊκών Δημοκρατιών Ντονιέτσκ και Λουγκάνσκ, την οποία αποφάσισε με διάταγμά του ο Πρόεδρος της Ρωσίας Βλαντίμιρ Πούτιν.
Με ειδικό αναλυτικό ανακοινωθέν του το ρωσικό ΥΠΕΞ υπενθυμίζει ότι το αίτημα της αναγνώρισης είχε υποβληθεί από την ηγεσία και τους κατοίκους των δύο Δημοκρατιών, αλλά και από τους βουλευτές της ρωσικής Κρατικής Δούμας (Κάτω Βουλής) με επίσημο μήνυμά τους προς τον Πρόεδρο της χώρας.
«Η απόφαση αυτή του Προέδρου της Ρωσίας υπαγορεύθηκε πρωτίστως από ανθρωπιστικούς λόγους, την επιδίωξη να προφυλάξουμε τον άμαχο πληθυσμό των ΛΔ Ντονιέτσκ και Λουγκάνσκ, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες της Ρωσίας, από την πραγματική απειλή της ζωής και της ασφάλειάς τους, που πηγάζει από το σημερινό ουκρανικό καθεστώς, το οποίο δεν εγκαταλείπει τις προσπάθειες να επιλύσει με βία το “πρόβλημα του Ντονμπάς”» (σ.σ. λεκάνη του ποταμού Ντονιέτς, παραπόταμου του Δον), σημειώνει στην ανακοίνωσή του το ρωσικό ΥΠΕΞ.
Η ρωσική διπλωματία υπενθυμίζει ότι πριν από οκτώ χρόνια έπειτα από ένα «αιματηρό αντισυνταγματικό πραξικόπημα στο Κίεβο», κατέλαβαν την εξουσία στην Ουκρανία «με ενεργό υποστήριξη από τη Δύση εθνικιστές με εξτρεμιστικές διαθέσεις, οι οποίοι άρχισαν να επιβάλλουν στη χώρα τους δικούς τους κανόνες, να διώκουν τη ρωσική γλώσσα και την αντίθετη άποψη, να επιβάλλουν μια ξένη ιδεολογία, να τιμούν τους συνεργάτες των φασιστών, να ξαναγράφουν την ιστορία, να μετατρέπουν το έδαφος της Ουκρανίας σε αντιρωσικό ΝΑΤΟϊκό προγεφύρωμα». «Οι κάτοικοι του Ντονμπάς», σημειώνεται στο ανακοινωθέν, «δεν συμφώνησαν με αυτή την πολιτική και άρχισαν να υπερασπίζονται τα νόμιμα δικαιώματα και συμφέροντά τους. Βάσει των αποτελεσμάτων των Δημοψηφισμάτων της 11 Μαΐου 2014 ανακηρύχθηκαν οι Λαϊκές Δημοκρατίες Ντονιέτσκ και Λουγκάνσκ».
«Μονίμως ηχούσε η πολεμοχαρής ρητορική των Ουκρανών αξιωματούχων, οι οποίοι δημόσια αρνούνταν τον απευθείας διάλογο με το Ντονμπάς και εξέφραζαν την πρόθεση να επιλύσουν την κρίση με στρατιωτικό τρόπο. Ουσιαστικά το Κίεβο έχει ήδη προ καιρού αποχωρήσει από τις συμφωνίες του Μινσκ, σαμποτάροντας ευθέως την υλοποίησή τους», διαπιστώνει το ρωσικό ΥΠΕΞ, το οποίο τονίζει ότι «όλα αυτά τα χρόνια οι κάτοικοι των ΛΔ Ντονιέτσκ και Λουγκάνσκ μονίμως ζουν υπό τους βομβαρδισμούς από κανόνια και όλμους. Χιλιάδες απολύτως αθώοι άνθρωποι, μεταξύ αυτών παιδιά, ενώ δεκάδες χιλιάδες τραυματίστηκαν. Εναντίον του Ντονμπάς επιβλήθηκε πλήρης αποκλεισμός στις μεταφορές και την οικονομία, διακόπηκαν οι πληρωμές συντάξεων και κοινωνικών επιδομάτων στους κατοίκους του. Τέτοιες ενέργειες δεν είναι τίποτε άλλο, παρά γενοκτονία του ίδιου του λαού τού».
«Το τελευταίο διάστημα παρατηρούμε μια απότομη όξυνση της κατάστασης κατά μήκος ολόκληρης της διαχωριστικής γραμμής. Καταγράφονται εκ νέου πολυάριθμα περιστατικά παραβίασης του καθεστώτος κατάπαυσης του πυρός, οβίδες καταστρέφουν οικίες αμάχων πολιτών, σχολεία και άλλες υποδομές του αστικού ιστού. Ο πληθυσμός των Δημοκρατιών αντιμετωπίζει την απειλή άμεσης φυσικής εξόντωσης από την κυβέρνηση του Κιέβου. Κατέστη απολύτως φανερό ότι για το Κίεβο το Ντονμπάς είναι ένα έδαφος και όχι οι άνθρωποι, οι οποίοι διαβιούν σε αυτό», επισημαίνει το ρωσικό ανακοινωθέν, που καταλήγει:
«Η αναγνώριση των Λαϊκών Δημοκρατιών Ντονιέτσκ και Λουγκάνσκ, είναι μια αναγκαστική και μοναδική δυνατή υπό αυτές τις συνθήκες επιλογή. Καλείται να αποτελέσει για τους κατοίκους των ΛΔ εγγύηση του δικαιώματός τους στην ειρηνική ζωή, στην υπεράσπιση των νομίμων δικαιωμάτων και συμφερόντων τους. Η απόφαση ελήφθη λαμβάνοντας υπόψη την ελεύθερη έκφραση της βούλησης των κατοίκων του Ντονμπάς, βάσει των προβλέψεων του Καταστατικού του ΟΗΕ, της Διακήρυξης του 1970 για τις αρχές του διεθνούς δικαίου, που αφορούν στις φιλικές σχέσεις μεταξύ κρατών, της Τελικής Πράξης του ΟΑΣΕ, άλλων θεμελιωδών διεθνών εγγράφων. Η Ρωσία καλεί τα άλλα κράτη να ακολουθήσουν το παράδειγμά της».