Κάναμε pushback, έκρινε το ΕΔΑΔ, «δικαιώθηκαν ηθικά», λέει η δικηγόρος των Σύρων

Τετάρτη, 9/10/2024 - 14:54
β

Γερό χαστούκι για την Κύπρο αποτέλεσε η απόφαση-σταθμός του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, χθες, το οποίο δικαιώνοντας δύο Σύρους πρόσφυγες, αποφάνθηκε ότι η Κύπρος κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου, τους επαναπροώθησε πίσω στον Λίβανο, ενώ είχαν αποπλεύσει ζητώντας άσυλο και είχαν εισέλθει στα κυπριακά χωρικά ύδατα. Με απλά λόγια το ΕΔΑΔ με την απόφασή του κατέρριψε το αφήγημα περί μη διενέργειας pushback εκ μέρους μας, και μάλιστα με τόσο επίσημο τρόπο που μάς αφήνει διεθνώς εκτεθειμένους. Παράλληλα το Δικαστήριο έκρινε ότι η Κύπρος έπρεπε να καταβάλει 22.000 ευρώ για κάθε αιτούντα ως αποζημίωση για ηθική βλάβη και 4.700 ευρώ για δικαστικά έξοδα.

Συγκεκριμένα, και όπως αναφέρει στην ομόφωνη απόφασή του το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, λόγω της επιστροφής των προσφευγόντων στον Λίβανο υπήρξε εκ μέρους της Κύπρου:

 - παραβίαση του άρθρου 3 (απαγόρευση απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα,

- παραβίαση του άρθρου 4 του πρωτοκόλλου αριθ. 4 (απαγόρευση συλλογικής απέλασης αλλοδαπών),

- παραβίαση του άρθρου 13 (δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής) σε συνδυασμό με το άρθρο 3 και το άρθρο 4 του πρωτοκόλλου αριθ. 4

και, λόγω της μεταχείρισης των αιτούντων από τις κυπριακές αρχές:

- παραβίαση του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι κυπριακές αρχές είχαν ουσιαστικά επιστρέψει τους δύο Σύρους στον Λίβανο χωρίς να διεκπεραιωθούν τα αιτήματά τους για άσυλο και χωρίς όλα τα βήματα που απαιτούνται από τον νόμο για τους πρόσφυγες. Από τις παρατηρήσεις της Κυβέρνησης ήταν προφανές ότι οι εθνικές αρχές δεν είχαν πραγματοποιήσει καμία αξιολόγηση του κινδύνου έλλειψης πρόσβασης σε μια αποτελεσματική διαδικασία ασύλου στον Λίβανο ή των συνθηκών διαβίωσης των αιτούντων άσυλο εκεί και δεν είχαν αξιολογήσει τον κίνδυνο επαναπροώθησής τους

- τη βίαιη επιστροφή των προσφύγων σε μια χώρα όπου ενδέχεται να υποστούν διώξεις, αφού οι κυπριακές Αρχές δεν είχαν εξετάσει την κατάσταση των ενδιαφερομένων ατόμων.

Τα γεγονότα της υπόθεσης

Σε σχέση με τα γεγονότα της υπόθεσης, την 1η Ιανουαρίου 2016 οι αιτητές διέφυγαν από την Idlib της Συρίας, λόγω του πολέμου και πήγαν στον Λίβανο, όπου έμειναν σε καταυλισμούς προσφύγων της  Ύπατης Αρμοστείας για τους Πρόσφυγες (UNHCR).

Εκεί, οι δύο Σύροι δεν είχαν πρόσβαση σε υγειονομική περίθαλψη εκεί, καμία προοπτική να εργαστούν και κανένα απολύτως δικαίωμα. Καθ' όλη τη διάρκεια της παραμονής τους, φοβόντουσαν ότι θα τους έστελναν πίσω στη Συρία, καθώς ο Λίβανος είχε αρχίσει να απομακρύνει Σύρους μετά και τη λαϊκή κατακραυγή κατά των προσφύγων που είχε αρχίσει να καθιερώνεται στην κοινωνία του Λιβάνου. Η κατάσταση επιδεινώθηκε μετά την μεγάλη έκρηξη στη Βηρυτό στις 4 Αυγούστου του 2020. Ως εκ τούτου, αποφάσισαν να έρθουν στην Κύπρο και να ζητήσουν άσυλο. Πλήρωσαν 2.500 δολάρια ΗΠΑ καθένας σε έναν λαθρέμπορο για να τους μεταφέρει με βάρκα και στις αρχές Σεπτεμβρίου 2020, απέπλευσαν, μαζί με μια ομάδα περίπου 30 Σύρων και Λιβανέζων, συμπεριλαμβανομένων ασυνόδευτων ανηλίκων.

Κατά την άφιξή τους στα χωρικά ύδατα της Κυπριακής Δημοκρατίας, το σκάφος τους αναχαιτίστηκε από την κυπριακή λιμενική αστυνομία και παρών ήταν και διερμηνέας. Δεν τους επετράπη να συνεχίσουν το ταξίδι τους αλλά τους παρασχέθηκε φαγητό. Ο διερμηνέας τους είπε ότι δεν θα επιτρεπόταν σε κανέναν να μπει στην Κύπρο και ότι έπρεπε να επιστρέψουν στον Λίβανο, διαφορετικά η αστυνομία θα τους συνόδευε πίσω. Οι αιτούντες είπαν στον διερμηνέα ότι ήθελαν να υποβάλουν αίτηση για άσυλο, εξηγώντας ότι ήταν Σύροι, το σπίτι τους είχε καταστραφεί στον πόλεμο και ότι είχαν παιδιά και οικογένειες να φροντίσουν. Οι εξηγήσεις τους αγνοήθηκαν, ενώ ο διερμηνέας δήλωσε ότι υπάρχει νέος νόμος στην Κύπρο βάσει του οποίου δεν επιτρέπεται η αποβίβαση των προσφύγων. Στο μεταξύ τους αφαιρέθηκαν και τα δελτία ταυτότητας.

Το βράδυ της 7ης Σεπτεμβρίου 2020, Κυπριακό Δικαστήριο έλαβε αίτημα βάσει του άρθρου 39 του Κανονισμού του Δικαστηρίου από τΗν δικηγόρο που εκπροσώπησε  τους προσφεύγοντες στο ΕΔΑΔ, ζητώντας να εφαρμόσει προσωρινά μέτρα για να σταματήσει την αναχαίτισή τους η κυπριακή Κυβέρνηση, καθώς κάτι τέτοιο θα ήταν αντίθετο με το διεθνές δίκαιο για τους πρόσφυγες λόγω του κινδύνου αλυσιδωτής επαναπροώθησής τους στη Συρία, και ζητώντας να τους επιτραπεί η είσοδος στην Κύπρο προκειμένου να ζητήσουν άσυλο. Το επόμενο πρωί, το Δικαστήριο απάντησε ότι χρειαζόταν περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την ταυτότητα και την προσωπική κατάσταση των προσφευγόντων προκειμένου να εξετάσει το αίτημα. Μέχρι να απαντήσει ο δικηγόρος, οι αιτούντες είχαν επιβιβαστεί σε ένα σκάφος που είχε ήδη αναχωρήσει από κυπριακό λιμάνι. Την επόμενη μέρα, η κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι οι αιτούντες είχαν εισέλθει στα χωρικά ύδατα της Κύπρου χωρίς άδεια, ότι δεν είχαν ζητήσει διεθνή προστασία, ότι είχαν επιστραφεί στον Λίβανο και ότι δεν είχαν δικαίωμα να υποβάλουν αίτηση για διεθνή προστασία στην πρεσβεία και τα προξενεία της Κύπρου στον Λίβανο.

Σύμφωνα με τους πρόσφυγες που κατέφυγαν στον ΕΔΑΔ, στις 8 Σεπτεμβρίου 2020, εξαπατήθηκαν κάνοντας τους να πιστεύουν ότι θα οδηγηθούν στην ξηρά. Αντίθετα, αναγκάστηκαν να επιβιβαστούν σε άλλο σκάφος, στο οποίο επέβαιναν αστυνομικοί και άλλοι μετανάστες που είχαν επίσης προσπαθήσει να εισέλθουν στην Κύπρο με βάρκα και επίσης τους επέστρεφαν στον Λίβανο. Κατά την άφιξή τους στον Λίβανο, παραδόθηκαν στη λιβανική αστυνομία, η οποία τους συνέλαβε και τους ανέκρινε πριν τους αφήσει να φύγουν.

Οι δύο αιτητές αυτή τη στιγμή εξακολουθούν να βρίσκονται στον Λίβανο, σε καταυλισμό της  Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, υπό αρκετά δύσκολες συνθήκες. Οι άδειες διαμονής τους έχουν λήξει, αλλά δεν μπόρεσαν να τις ανανεώσουν, καθώς τους κατακρατήθηκαν τα έγγραφα από το Γενικό Γραφείο Ασφαλείας όταν επέστρεψαν στον Λίβανο.

«Δικαιώθηκαν ηθικά»

Μιλώντας στο AlphaNews.Live η δικηγόρος των δύο Σύρων προσφύγων, Νικολέτα Χαραλαμπίδου σημείωσε πως είναι η πρώτη φορά που η Κύπρος καταδικάζεται από το ΕΔΑΔ για παράνομη επαναπροώθηση προσφύγων (pushback).

Χαρακτηρίζοντας την απόφαση του ΕΔΑΔ «πολύ σημαντική», η κα Χαραλαμπίδου είπε πως αυτή δικαιώνει τους αιτητές, όχι τόσο χρηματικά, όσο ηθικά, καταδικάζοντας τον αντίδικο - την Κυπριακή Δημοκρατία εν προκειμένω - η οποία δεν τους έδωσε το δικαίωμα της πρόσβασης σε υπηρεσίες ασύλου, όπως άλλωστε είχε την υποχρέωση να πράξει με βάση το Διεθνές Δίκαιο για τους Πρόσφυγες.

Η κ. Χαραλαμπίδου ανέφερε ακόμη πως η κατάληξη του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου καταρρίπτει τον ισχυρισμό ότι η Κυπριακή Δημοκρατία ουδέποτε διενεργεί παράνομες επαναπροωθήσεις αφού απέδειξε περίτρανα πως τέτοιες επαναπροωθήσεις έγιναν. Ωστόσο όπως σημείωσε είναι εξαιρετικά δύσκολο για τους μετανάστες να φτάσουν στο σημείο να δικαιωθούν δικαστικά όπως οι πελάτες της, αφού οι περισσότεροι εγκαταλείπουν στην πορεία την όλη προσπάθεια.

Σε σχέση με τους πολλάκις διατυπωθέντες ισχυρισμούς του Κυπριακού κράτους ότι οι άνθρωποι αυτοί επιστρέφονται σε μία ασφαλή χώρα, όπως ο Λίβανος, στη βάση διμερών συμφωνιών που έχει συνάψει η Κυπριακή Δημοκρατίας, με την απόφαση του το ΕΔΑΔ απέρριψε τους ισχυρισμούς αυτούς σημειώνοντας ότι τα κράτη δεν μπορούν να αποφύγουν τη δική τους ευθύνη βασιζόμενοι σε υποχρεώσεις που απορρέουν από διμερείς συμφωνίες με άλλες χώρες και πως προφανώς οι κυπριακές Αρχές δεν είχαν κάνει καμία αξιολόγηση του κινδύνου έλλειψης πρόσβασης σε μια αποτελεσματική διαδικασία ασύλου στον Λίβανο και δεν είχαν αξιολογήσει τον κίνδυνο επαναπροώθησης ή τις συνθήκες διαβίωσης των αιτούντων άσυλο εκεί. Ως εκ τούτου, η Κύπρος δεν είχε εκπληρώσει τη διαδικαστική της υποχρέωση βάσει του άρθρου 3 της Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, πριν από την απομάκρυνση των αιτούντων άσυλο από την Κύπρο.

Σε ένα πρώτο σχόλιο το Υφυπουργείο Μετανάστευσης αμέσως μετά την απόφαση-καταπέλτη του ΕΔΑΔ ανέφερε:

e

σ

0

4

Ο νομικός Αχιλλέας Αιμιλιανίδης σχολιάζοντας σήμερα την απόφαση στην εκπομπή Alpha Ενημέρωση είπε ότι είναι σημαντικό το γεγονός ότι ενώ οι αιτητές δεν εξάντλησαν τα εσωτερικά ένδικα μέσα, το ΕΔΑΔ το παρέβλεψε κάνοντας δεκτή την προσφυγή τους, υπό τη λογική ότι οι άνθρωποι αυτοί είχαν εκδιωχθεί από την Κύπρο και συνεπώς δεν υπήρχε η δυνατότητα να έρθουν στην Κύπρο για να εξαντλήσουν τα εσωτερικά ένδικα μέσα.

Σε σχέση με την αποζημίωση, ο κ. Αιμιλιανίδης εξήγησε πως σκοπός του ΕΔΑΔ δεν είναι η επιβολή χρηματικής ποινής ούτε και μπορεί μια τέτοια χρηματική ποινή από μόνη της να είναι αποτρεπτική για ένα κράτος, αλλά η λογική του ΕΔΑΔ είναι πως ένα κράτος οφείλει να σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα και το Διεθνές Δίκαιο.

«Η πρακτική των επαναπροωθήσεων είναι μία πρακτική που αντίκειται στο Διεθνές Δίκαιο, δεν μπορείς να ξεγελάς ως Κυβέρνηση με το να λες 'δεν κάνω επαναπροωθήσεις'», σημείωσε ο κ. Αιμιλιανίδης.